- χιλίοις
- χῑλίοις , χίλιοιa thousandmasc/neut dat plχίλιοςmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BABYLON — Beli filius, urbis cognominis conditor, secundum Herennium Philonem. Steph. de Babylone, Κτίσμα Βαβυλῶνος, ἀνδρὸς σοφοῦ, παιδὸς Βήλου σοφωτάτου, οὐχ ὡς Η῾ρόδοτους ὑπὸ Σεμιράμιδος. Ταύτης γὰρ ἠ̈ν ἀρχαιοτέρα ἔτεσι χιλίοις δύο, ὡς Ε᾿ρέννιος, Opus… … Hofmann J. Lexicon universale
SEMIRAMIS — Assyriorum regina, Nini Regis uxor, ut quidam volunt, quae post viri obitum, quod intelligeret Assyrios gravate mulieris imperium passuros, dissimultô illus obitu, personam eius assumpsit, donec filius Ninus adolesceret, regnoque administrando,… … Hofmann J. Lexicon universale
αλατότητα — Το σύνολο των αλάτων που είναι διαλυμένα στο νερό. Η α. εξαρτάται από τη θερμοκρασία και διαφέρει αισθητά στις θάλασσες (3,5%) και τις λίμνες (0,02%)· παρουσιάζει όμως διαφορές και από θάλασσα σε θάλασσα, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Η… … Dictionary of Greek
θνητότητα — η (ΑΜ θνητότης) η ιδιότητα τού θνητού, το να είναι κανείς θνητός νεοελλ. ιατρ. ο αριθμός τών θανάτων από μια νόσο σε σχέση με τον αριθμό τών περιπτώσεων νοσήσεως από τη νόσο αυτή, επί τοις εκατό ή επί τοις χιλίοις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός. Η λ. ως… … Dictionary of Greek
στακτή — η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν αλισίβα, σταχτόνερο αρχ. αιθέριο έλαιο, βάλσαμο που παρασκευαζόταν από τρυφερή σμύρνα (α. «στακτή τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», Ησύχ. β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῡ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek